1 αποστιλβω
(ἀλείφατος Hom.; ὕδωρ ἀποστίλβον Arst.)
(περὴ τὰ ὄμματα ἀποστίλβον πῦρ Plut.)
(κυανέῃσιν ἐθείραις Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > αποστιλβω